- λιταργιζω
- λιταργίζωλῐταργίζωторопиться, спешить
(οἴκαδε Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οἴκαδε Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λιταργίζω — (Α) πηγαίνω κάπου γρήγορα, σπεύδω, τρέχω («εἶθ ὅπως λιταργιοῡμεν οἴκαδ εἰς τὰ χωρία», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ., πιθ. < λιτός (εδώ ως επιτατικό πρόθημα) + ἀργός «ταχύς»] … Dictionary of Greek
λιταργίσαι — λιταργίζω slip away aor inf act λιταργίσαῑ , λιταργίζω slip away aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιταργιεῖν — λιταργίζω slip away fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιταργιοῦμεν — λιταργίζω slip away fut ind act 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιταργίζειν — λιταργίζω slip away pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολιταργίζω — ἀπολιταργίζω (Α) [λιταργίζω] φεύγω τρέχοντας … Dictionary of Greek
λίταργος — λίταργος, ον (Α) αυτός που σπεύδει, που τρέχει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λιταργίζω] … Dictionary of Greek
λιταργισμός — λιταργισμός, ὁ (Α) [λιταργίζω] βιασύνη, σπουδή, τρέξιμο … Dictionary of Greek